Δύο Εγγλέζοι σώζονται από ένα ναυάγιο και ξεβράζονται σε ένα έρημο νησί. Σε μερικές μέρες καταφέρνουν να χτίσουν μια καλύβα, να μαγειρέψουν καρύδες, να φτιάξουν καλάμια ψαρέματος από τα μπαστούνια τους και, τέλος πάντων, να οργανώσουν κάπως τη ζωή τους.
Στον κινηματογράφο, την ώρα της προβολής, δυο ξανθιές μουρμουρίζουν πολύ έντονα, πράγμα που κάνει τον κύριο από πίσω να διαμαρτυρηθεί:
Δυο τύποι ψαρεύουν στην προκυμαία. Ο ένας δεν πιάνει τίποτα.
Ο λευκός ιεραπόστολος ζούσε ειρηνικά σε ένα αφρικάνικο χωριό εδώ κι ένα χρόνο περίπου. Μια μέρα ο αρχηγός του χωριού τον κάλεσε στη σκηνή του για να συζητήσουν για ένα μεγάλο πρόβλημα.