Ένας καλόγερος σε κάποια επίσκεψη στην Αθήνα, γυρίζει, γυρίζει και στο
τέλος, κουρασμένος, κάθεται σ` ένα καφενείο.
Ήταν ένας Τούρκος, ένας Εγγλέζος και ένας Πόντιος και έρχεται ο Χάρος να τους πάρει.
Έξι τα ξημερώματα, ο σύζυγος σηκώνεται στις μύτες των ποδιών του για να μη ξυπνήσει τη γυναίκα του.